- σπαργώ
- (I)σπαργῶ, -άω, ΝΑ(για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ' ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην.β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.)νεοελλ.είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωήαρχ.1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι γεμάτος, σφίζω2. (για φυτό) είμαι γεμάτος χυμούς, ακμάζω3. μτφ. είμαι γεμάτος, φουσκώνω από επιθυμία ή πάθος («σπαργών δὲ... περιβάλλει τὸν ἐραστὴν καὶ φιλεῑ», Πλάτ.)4. απόλ. γίνομαι ακόλαστος ή αυθάδης, αναιδής («ἄκρατον ἔτι τὴν ὀλιγαρχίαν καὶ ἰσχυρὰν οἱ μετ' αὐτὸν ὁρῶντες σπαργῶσαν καὶ θυμουμένην», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός που, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg- «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ», από την οποία προέρχεται μια ευρύτατη όσο και συγκεχυμένη οικογένεια λ. (πρβλ. λατ. spargo «σπέρνω», αβεστ. sparәga- «γάντζος», λιθουαν. spurgas «φούντα», καθώς και ασπάραγος «σπαράγγι», ἀσφάραγος «λαιμός», σφαραγοῦμαι «φουσκώνω», σπαίρω «σπαρταρώ»].————————(II)-έω, Ασπαργώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. σπαργῶ, -άω, κατά τα συνηρημένα σε -έω].
Dictionary of Greek. 2013.